χάσκαρι (το)
παιγνίδι που παίζουν στο αποκριάτικο τραπέζι.
Κρεμούσαν από το ταβάνι ένα σπάγκο στην κάτω άκρη του οποίου δένονταν ένα μαντολάτο ή παστέλι.. Το κινούσαν γύρω-γύρω, πάνω από τα στόματα των παρευρισκομένων στο τραπέζι, κι όποιος το ΄πιανε με το στόμα του, το ΄τρωγε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χάσκαρ(η)ς /ὁ/ (χάσκω) = παιδιὰ καθ’ ἣν κρεμᾶται γλύκισμα ἢ λίχνευμα ὑπὲρ τὴν τράπεζαν ἀφ’ ὑψηλοῦ, τοῦτο δὲ ὠθούμενον εἰς κυκλοτερῆ κίνησιν προσπαθοῦσι νὰ συλλάβωσι διὰ τοῦ στόματος οἱ περικαθήμενοι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης