κοπίδι (το)
“κυρτόν μαχαιρίδιον δια τον τρυγητόν” (Γ.Χ.Μαραγκός).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοπίδι (κοπίς)· κυρτὸν μαχαιρίδιον διὰ τὸν τρυγητόν.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
“κυρτόν μαχαιρίδιον δια τον τρυγητόν” (Γ.Χ.Μαραγκός).
Κοπίδι (κοπίς)· κυρτὸν μαχαιρίδιον διὰ τὸν τρυγητόν.