άχερο
η καλαμιά του σιταριού κ.α. δημητριακών, που γίνονται μικρά κομμάτια, μεταφέρονται στο σπίτι από τις γυναίκες μέσα σε μεγάλα ρούχα σκεπαστάρικα και τα ρίχνουν στον πλοκό, για να ταίζουν τα ζώα του σπιτιού, εξ ου και η αρχαία παροιμία: “Όνος εις άχυρα”, δηλ. ο γάιδαρος βρήκε ανέλπιστα άχυρο και το απολαμβάνει.
παροιμίες νεότερες: “δυο γάιδαροι εμάλωναν σε ξένο αχεριώνα” – “Ξεραγγιανό γαϊδούρι, β’λιασμός στ΄άχερο” – “Από κακό χρεοφειλέτη και σακί άχυρο”.
φράσεις: “Άχυρο έχει μέσα το κεφάλι σου;” “δεν τρώγω άχυρα”.
Για τα άνοστα φαγητά: “Αυτό το φαγητό ήταν σαν άχυρο” – “Τα ψάρια που αγόρασα σαν άχυρο ήταν”.