αρμυράδα (η)
- η γεύση του αλμυρού.
- αραιωμένο γάλα με πολύ αλάτι, το ποίο βάνουν στα δοχεία με τυρί, κοινώς σαλαμούρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁρμυράδα = ἀπόγαλο μέ πολύ ἁλάτι μέσα στό ὁποῖο διατηρεῖται τό τυρί.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής