ξεμοναχιάζω
απομονώνω κάποιον, προσπαθώ α τον συναντήσω μόνον του ή μόνη της χωρίς να μας βλέπει άλλο μάτι.
φράση: “τον ξεμονάχιασα και τον έκανα του αλατιού”.
Το ρ. έχει και την έννοια του απομονώνομαι, ζω μόνος. “Είναι ξεμοναχιασμένος”.
ΒΑΛ. Αστραπόγιαννος: “Τ΄ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει”.