μόνε-μόνε (σύνδ.)
μόλις-μόλις, λίγο-λιγάκι.
φράση: “Το παραθυρόφυλλο χάλασε, μόνε μόνε είναι”, δηλ., σε λίγο πέφτει.
Οι δυο λέξεις πηγαίνουν μαζί. Το μόνε, μόνο του, σημαίνει: μόνο, μονάχα.
φράση: “Εγώ δεν τα ΄διωξα τα παιδιά, μόνε τούς έκαμα την παρατήρηση να μην πειράζουν τα δέντρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μόνε-μόνε = μόνον καὶ μόνον, μόλις, ἐλαφρά, ἐλάχιστα, ἀκροθιγῶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Το μόριο αυτό μόνο του σημαίνει: αλλά και, αλλά επιπλέον (Μπαμπινώτης).
Διπλό όμως σε μας σημαίνει: “τσίμα τσίμα”. Φυσικά είναι λαϊκός τύπος του ουδετέρου του αρχαίου επιθέτου μόνος, -ον (αν μετακινηθεί ο τόνος στη λήγουσα γίνεται μονός).
Λέμε συνήθως: “τόφερε (ύφασμα) μόνε-μόνε…” (ίσα ίσα).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης