λίγκρι (επιφών.)
επιφώνημα που εκφράζει αθώα χαιρεκακία μεταξύ παιδιών.
Όταν τρώγει κάποιος μια νοστιμιά και φωνάζει στον άλλον: “λίγκριιι …”, δηλ, να ..ζήλεψε, αν θέλεις … Ο ζηλεύων λέμε ότι λιγκρίζει.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λίγκρι /ἐπιφ./ (Λ. ligurio) = εἰρωνικὴ ἐπίδειξις λιχνεύματος ἢ ἄλλου ἐπιθυμητοῦ πράγματος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης