ρέντα 14 Φεβ, 2017 Ρ 0 Σχόλια 0 Ρέντα /ἡ/ (Ἰ. reda) = ἀγοραπωλησία, μεταβίβασις. (Ἀλ. ρέντε -α) = σειρά, φορά.