γαϊδου(ρο)λάτης (ο)
γαϊδουρολάτης, γαϊδουλάτης
ο οδηγός των γαϊδάρων (Γ.Χ.Μαραγκός, ¨Γλωσσάριον”).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γαϊδουρολάτης, ὁ ὁδηγὸς τῶν ὄνων· οὕτω καὶ ζευγηλάτης = ὁ ἀροτριῶν.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός