γκαλμπούρδα 07 Ιαν, 2017 Γ 0 Σχόλια 0 Γκαλμπούρδα /ἡ/ (Τ. κάλ-πúρτ) = λόγος ἀνώμαλος, ἀπάντησις ἀσυνεπής, ἀνόητος φράσις.