αγούρι ή γούρι (το)
το ποδαρικό, η τύχη, καλοσημαδιά.
“στο φυλάω για γούρι”, “μου φέρνει γούρι”, “έχει καλό γούρι”.
Το προσέχουν σε κάθε περίσταση, ιδίως κάθε πρώτη του μήνα και πρωτοχρονιά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Από το τουρκ. uğur (= τύχη, καλοτυχία).
Το α– λόγω επανανάλυσης της φράσης τα γούρια > τ’ αγούρια.
(Π.Γ. Κριμπάς)