κοτσάρω
- φορώ. “Εκοτσάρισε το πανωφόρι του κι έφυγε”
- κάνω μήνυση σε κάποιον. “Θα του κοτσάρω μήνυση για να μάθει”
- βρίσκω άλλα από αυτά που περίμενα. “Εγώ περίμενα να μου κοτσάρει το ρήγα κι αυτός μου κοτσάρισε τον άσσο” (χατοπαίγνιο).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοτσάρω (Ἰ. coccia) = προσαρμόζω, φορῶ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης