Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοτσάρω

  1. φορώ. “Εκοτσάρισε το πανωφόρι του κι έφυγε”
  2. κάνω μήνυση σε κάποιον. “Θα του κοτσάρω μήνυση για να μάθει”
  3. βρίσκω άλλα από αυτά που περίμενα. “Εγώ περίμενα να μου κοτσάρει το ρήγα κι αυτός μου κοτσάρισε τον άσσο” (χατοπαίγνιο).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοτσάρω (Ἰ. coccia) = προσαρμόζω, φορῶ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.