καραούλι (το)
- ψηλό μέρος που δεσπόζει της γύρω περιοχής κι απ΄ όπου κατοπτεύει κανείς μακριά. “Έπιασε καραούλι ο αγροφύλακας και τους είδε”.
- φυλάω, παραμονεύω, ενεδρεύω. “Του ΄στησε καραούλι και τον έπιασε που έκλεβε σύκα” – “Του φύλαγε καραούλι και τον τουφέκισε”. ΒΑΛ. Αθαν. Διάκ. Α΄3: “Πάρε το μάτι του αετού και τ΄ αλαφιού το πόδι / και την αγρύπνια του λαγού και στήσε καραούλι”.