ντρεμίδι (το)
ελαφρό μάλλινο σκέπασμα του σπιτικού αργαλειού. Συναντάται σε ποικίλους χρωματισμούς. Σε προικοσ. του 1724 διαβάζομε: “δύο ντρεμίδια το ένα μισότριβο” και σε άλλο του 1728: “αντρομίδι κροκιδένιο ένα”.
Γεράσ. Γρηγόρης: Επιστροφή στην ποίηση, σελ 95: “διπλά, τριπλά ντρεμίδια και σαγιάσματα“.