ξεμουσουδιάζω 04 Νοέ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξεμουσουδιάζω § πληγώνω τινὰ εἰς τὸ πρόσωπον. Σημ. ἰδ. Μουσούδα.