ορτοστήμονο (το)
το ύφασμα που ράβεται, ως συμπληρωματικό κομμάτι, με κάθετο στημόνι.
Όταν αγόραζαν οι παλαιές γυναίκες, ένα φόρεμα χωριάτικο και δεν έφτανε η “πέτσα” του καταστήματος, τότε έβαναν συμπλήρωμα ένα κομμάτι με το στημόνι διαφόρου φοράς. Κι έλεγαν: “Ας είναι κι ορθοστημένο, δεν πειράζει”. Επίσης οι γυναίκες στα χωριά έκαναν και κότολα (κατ΄ ανάγκη βέβαια) ορθοστημένα.