μπάφα (η)

το θηλυκό του ψαριού στράδι, από την κοιλιά της οποίας βγάζουν οι ψαράδες στραδιών το αυγοτάραχο. Παλιότερα, όπως και σήμερα, έβγαναν οι ψαράδες της Χώρας σημαντικές ποσότητες. δυσοσμία για τις γυναίκες, μπάφα = η ξεπεσμένη, η “ρεμένη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπάφα /ἡ/ (Ἰ. baffo -uto;) = … Συνεχίστε να διαβάζετε το μπάφα (η).