μπάφα (η)
- το θηλυκό του ψαριού στράδι, από την κοιλιά της οποίας βγάζουν οι ψαράδες στραδιών το αυγοτάραχο. Παλιότερα, όπως και σήμερα, έβγαναν οι ψαράδες της Χώρας σημαντικές ποσότητες.
- δυσοσμία
- για τις γυναίκες, μπάφα = η ξεπεσμένη, η “ρεμένη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπάφα /ἡ/ (Ἰ. baffo -uto;) = τὸ θῆλυ τοῦ ἰχθῦος κέφαλος. (Ἰ. puffare) = δυσωδία, δυσοσμία, βρῶμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης