Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπάφα (η)

  1. το θηλυκό του ψαριού στράδι, από την κοιλιά της οποίας βγάζουν οι ψαράδες στραδιών το αυγοτάραχο. Παλιότερα, όπως και σήμερα, έβγαναν οι ψαράδες της Χώρας σημαντικές ποσότητες.
  2. δυσοσμία
  3. για τις γυναίκες, μπάφα = η ξεπεσμένη, η “ρεμένη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπάφα /ἡ/ (Ἰ. baffo -uto;) = τὸ θῆλυ τοῦ ἰχθῦος κέφαλος. (Ἰ. puffare) = δυσωδία, δυσοσμία, βρῶμα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.