μαζουριάζω

μαζεύω από φόβο ή κρύο ή αδιαθεσία. φράση: “Μαζουριασμένονε σε βλέπω, τι συμβαίνει;” = “Εμουζάριασα από το κρύο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαζουριάζω (μαζάω, Ἰ. mazza) = συμπτύσσομαι ἐκ ψύχους, δειλίας ἢ κακουχίας, συμμαζεύομαι, κουλουριάζομαι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Μαζουριάζω καὶ μαζουριάζομαι § οὐδ. Ἔχω … Συνεχίστε να διαβάζετε το μαζουριάζω.