κατίκι ή κατοίκι (το)

το καλαμόπλεχτο φράγμα ιχθυοτροφείου, καλαμωτή, όπου παγιδεύονται τα ψάρια και τα πιάνουν με απόχες σε μεγάλες ποσότητες. πρόχειρος ορνιθώνας στην εξοχή.