ζάρω 10 Ιαν, 2017 Ζ 0 Σχόλια 0 Ζάρω (Ἰ. usare) = συνειθίζω, προτιμῶ, ὀρέγομαι: «δὲν τὸ ζάρω τὸ κρέας».