Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζάπι

Λέμε: “δεν κάνει ζάπι” = δεν ησυχάζει, δεν σταματάει. “Δεν τον κάνουν ζάπι”, δηλ. δεν μπορούν να τον δαμάσουν.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζάπ(ι) /ἄκλ./ (ἰάπτω; Ἀ.Τ. ζάπτ, Σ. σdζαπὶμ) = σύλληψις, συγκράτησις, δάμασις, κατευνασμός: «τρεῖς νομᾶται δέν τονε κάν’νε ζάπι».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.