ζάπι
Λέμε: “δεν κάνει ζάπι” = δεν ησυχάζει, δεν σταματάει. “Δεν τον κάνουν ζάπι”, δηλ. δεν μπορούν να τον δαμάσουν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζάπ(ι) /ἄκλ./ (ἰάπτω; Ἀ.Τ. ζάπτ, Σ. σdζαπὶμ) = σύλληψις, συγκράτησις, δάμασις, κατευνασμός: «τρεῖς νομᾶται δέν τονε κάν’νε ζάπι».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης