ξεϋφαίνω
τελειώνω την ύφανση ενός υφαντού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξ(ε)ϋφαίνω (ἐξ-ὑφαίνω) = ἀποπερατῶ τὴν ὕφανσιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
τελειώνω την ύφανση ενός υφαντού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξ(ε)ϋφαίνω (ἐξ-ὑφαίνω) = ἀποπερατῶ τὴν ὕφανσιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης