Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξετριτσώθηκα

Ξετριτσώθηκα στο γέλιο. Όπως κατρήστηκα (κατουρήθηκα) απ΄το γέλιο.
Κατά την προφορά βέβαια το -η- της κατάληξης – ηκα, δεν ακούγεται.
Τριτσώνω τα ασκιά, λέμε, τα ράβω στο επάνω ανοιχτό μέρος (Κοντομιχης).
Το ψάθινο διπλό ρέλι γι αυτή τη δουλειά λεγόταν τρίτσα κι όταν αυτή ξηλωθεί από την πίεση ή άλλη αιτία, λέγαμε ξετριτσώθηκε (μεταφορικά) κάποιος … χέστηκε από την πίεση του ακατάπαυτου γέλιου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.