ξετραφιάζω
καταστρέφω, διαλύω, χαλάω
φράση: “Τα ξεστράφιασες τα παπούτσια σου με το κλωτσοσκούφι. Κι ακόμα δεν τα ΄βαλες …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξετραφιάζω (ἐκ-τάφρος) = ἐκθεμελιῶ, ἀποσυνθέτω ἐκ βάθρων, κατεδαφίζω, καταστρέφω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξετραφιάζω = ξεθεμελιώνω, ξεπατώνω.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής