ξεσυνέρια (η)
η προστριβή, η παρεξήγηση, η άμιλλα με την έννοια: “γιατί εσύ κι όχι εγώ” – “ξεσυνερίζεται όλη μέρα με την πεθερά της” – ” Η δουλειά δε θέλει ξεσυνέρια” – “εδώ εμείς δεν έχομε ξεσυνέριες, ο ένας βοηθάει και συμμερίζεται τον άλλον”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεσ(υ)νέρια /ἡ/ (ἐκ-σὺν-ἔρις) = ἐρεθισμός, παρεξήγησις, δυσφορία κατά τινος, προστριβή.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης