Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεστρουδιαίνω

Ξεστρουδιαίνω (ἐκ-Ἰ. struggere) = διαφεύγω τὸν ὄλεθρον, ἀναρωννύω, ἐνδυναμοῦμαι, ξεγυρίζω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.