ξεστρουδιαίνω
Ξεστρουδιαίνω (ἐκ-Ἰ. struggere) = διαφεύγω τὸν ὄλεθρον, ἀναρωννύω, ἐνδυναμοῦμαι, ξεγυρίζω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεστρουδιαίνω (ἐκ-Ἰ. struggere) = διαφεύγω τὸν ὄλεθρον, ἀναρωννύω, ἐνδυναμοῦμαι, ξεγυρίζω.