ξεσκούφωτος -η -ο 21 Φεβ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξεσκούφωτος -η -ο (ἐκ-Ἰ. scuffia) = χωρὶς κάλυμμα κεφαλῆς, ξεκαπέλλωτος.