ξεσκολίζω
Ξεσκολίζω (ἐκ-σχολάζω) = ἀποφοιτῶ τοῦ σχολείου, τελειώνω τὰς σπουδάς, εἶμαι δεδιδαγμένος (ἐνίοτε μὲ αἰσχρὰν ἔννοιαν).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Εξεσκόλ(ι)σε: (έξω+σχολείο), αποπεράτωσε το σχολείο (εννοείται το Δημοτικό).Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα