Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεσκλάω ή ξεσκλίζω

σπαράττω, ξεσχίζω κάποιον με πολύ μανία, Κάποτε όμως κατά λάθος: “Πρόσεχε, παιδί μου, με ξέσκλησες”.
φράσεις: “Η γάτα πήρε το μπακαλιάρο και τον εξέσκλησε” – “Του επιτέθηκε ο σκύλος του κοπαδιού και τον έκαμε ξεσκλίδια“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεσκλάω -ίζω (ἐκ-σκύλλω) = ξεσχίζω σάρκας, σχίζω βαναύσως, σπαράττω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ξεσκλάω = ξεσχίζω, διαλύω, ξεσκελίζω.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ξεκλάω καὶ ξεσκλάω καὶ ξεσχίζω § σχίζω, διασχίζω.

Σημ. Ὁ Βυζάντ. γρ. μόνον ξεσχίζω· οἱ δύο πρῶτοι τύποι ἕλκουσι τὴν ἀρχὴν ἐκ τοῦ ἐκ καὶ κλάω (= θραύω).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.