ξεσγαρλίζω
Ξεσγαρλίζω § ταὐτόσημ. τοῦ γρατσουνάω (ὅπερ ἰδέ).
Σημ. Ἡ λ. πεποιημένη. Ὁ παρ᾿ ἐμοὶ ἀνώνυμος τοῦ Ὁμήρου μεταφραστὴς (ἰδ. λ. μαρτιάκο), μεταφράζει τὸν στίχον τοῦτον ὥς τε λέοντα. ὃν ποιμὴν … χραίσῃ (Ἰλ. Ε΄ 137) διὰ τοῦ καθὼς τὸ λεοντάρι, τὸ ὁποῖον ἤθελε τὸ ξεγαλίσει ὁ βοσκὸς ἀντὶ τοῦ παρ᾿ ἡμῖν ξεσγαρλίσει. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.
βλ. καί ξεσγαλίζω