Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξενοτικός -ή -ό

ο προερχόμενος από ξένη χώρα.
φράσεις: “Αυτά είναι ξενοτικά πράγματα” – “ύφασμα ξενοτικό”.
Γενικά, κάτι που μας έρχεται απ΄ έξω, από ξένους: υλικά, ηθικά, πνευματικά πράγματα, συνήθειες που τις μιμούμαστε.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξενοτ(ι)κὸς -ὴ -ὸ (ξενότης) = ὁ ἀπὸ τῆς ξένης προερχόμενος, ὁ ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ξενοτικό = ὅ,τι προέρχεται ἀπό τό ἐξωτερικό.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.