ξεμοτσάζω
Αφαιρώ τη μότσα από το στόμα. Η λέξη από το ιταλικό moccio που θα πει μύξα, βλέννα μύτης και κατ΄ επέκταση το κάθε γλοιώδες έκκριμα, λέει το λεξικό Mandeson.
Όταν λέμε, μετά από κάποιο φαγητό που δεν άφησε καλή γεύση, θέλω κάτι να ξεμοτσάσω, εννοούμε, να φτιάξω τη γεύση μου τρώγοντας, ας πούμε, ένα γλυκό.