ξεφτιλίζω
Ξε-φιτιλίζω, “σύρω προς τα έξω την θρυαλλίδα, το φιτίλι του λύχνου και καθαρίζω αυτό”.
Ο Βαλαωρίτης στο Φωτεινό, 1, 89, “σαν κάποιος να ξεφτίλιζε, να ΄ναβε το καντήλι”. Το ξεφτίζω είναι το ξεφτώ. Άλλο το υβριστικό εξευτελίζω (Δημητράκος)., μειωτικό μάλλον. Ξεφτίλίζω, μεταγενέστερο. Εξευτελίζω (εκ-ευτελής, ταπεινώνω -Φυτράκης-. Άσχετο με το φιτίλι (πτίλον) και ξάζω φιτιλιά. Β΄. Φυτράκη. Πάντως: ξεχωρίζει το “ξεφτίζω” και το ευτελίζω, εφτιλισμένος, ευτελισμένος / ξεφτιμένο (ρούζο)-πτίλον (φτίλια). Χωρία να απέχουν εννοιολογικά.