ξεμπουχιάζω
Ξεμπουχιάζω = ξεχαρβαλώνω, καταστρέφω καταστρέφω κάτι βίαια, ξεμπούχιασα τό γκουβά (ξεπάτωσα τό γκουβά).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεμπουχιάζω = ξεχαρβαλώνω, καταστρέφω καταστρέφω κάτι βίαια, ξεμπούχιασα τό γκουβά (ξεπάτωσα τό γκουβά).