Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βουκεντροξύστρα

βλ. βουκέντρα. μακρύ μυτερό ξύλο με το οποίο κεντούσαν τα ζώα του αλετριού ή της σβάρνας. Στην μια άκρη είχε το ξυστρί, για να ξελασπώνουν μ΄ αυτό το γενί, και στην άλλη το κεντρί για τα βόδια.
Σε κτγρφ του 1725, Νο 54, διαβάζομε: ” … και μια βουκεντροξύστρα”.

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.