βουκεντροξύστρα
βλ. βουκέντρα. μακρύ μυτερό ξύλο με το οποίο κεντούσαν τα ζώα του αλετριού ή της σβάρνας. Στην μια άκρη είχε το ξυστρί, για να ξελασπώνουν μ΄ αυτό το γενί, και στην άλλη το κεντρί για τα βόδια.
Σε κτγρφ του 1725, Νο 54, διαβάζομε: ” … και μια βουκεντροξύστρα”.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη