βουκέντρα
Βουκέντρα, § ἐργαλ. δι᾿ οὗ κεντῶσι τοὺς ἀροτριῶντας βόας. ΚΝ.
Σημ. Οἱ ἀρχ. οὐδετέρως βουκέντριον καὶ βούκεντρον, ὡς καὶ οἱ σήμερον Κρῆτες βουκέντρι (Φιλίστ. Δ΄. 513).
βλ. και φκέντρα (η)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βουκέντρα, § ἐργαλ. δι᾿ οὗ κεντῶσι τοὺς ἀροτριῶντας βόας. ΚΝ.
Σημ. Οἱ ἀρχ. οὐδετέρως βουκέντριον καὶ βούκεντρον, ὡς καὶ οἱ σήμερον Κρῆτες βουκέντρι (Φιλίστ. Δ΄. 513).
βλ. και φκέντρα (η)
Γάκης Βασίλης -
στα Ρουμελιώτικα : φκέντρα (η) [<βκέντρα<βουκέντρα]