Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βολή (η)

  1. άνεση, ευκολία. “Να κοιτάξεις τη βολή σου. Δεν είναι όλες οι δουλειές το ίδιο”.
  2. βολή πυροβόλου όπλου – Βαλαωρίτης, Αστραπόγιαννος, 58: “Κάλλιο στην πλάτη του χίλιες βολές”.
  3. το ρίψιμο της πέτρας. ως μέτρο μήκους.  φράση: “μια βολή τόπος είναι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βολὴ /ἡ/ (εὐ-βολεῖ) = εὐχέρεια, ἄνεσις, εὐταξία.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Βολὴ (βολὴ)  τὸ ῥίψιμον μιᾶς πέτρας. Φρ. μιὰ βολητόπος = τῷ ἀλλαχόσε μιὰ τουφεκιὰ τόπος – μιὰ κουρσουνιά.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.