βλάψη (η)
η βλάβη, η ζημιά, γενικά οι κάθε ατυχίες.
Όταν συλλυπούνται τους συγγενείς των νεκρών τους λένε: “… Και βλάψιμο να μη ματαϊδείτε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βλάψη /ἡ/ = βλάβη, ζημία, ἀτυχία, νόσος (εὐχή: «νὰ μὴ ματαϊδῆς βλάψη»).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης