βετούλα (η)
κατσίκι θηλυκό ενός χρόνου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βετοῦλα -ι /ἡ, τὸ/ (Ἰ. vitella, Τ. bετοὺλ) = τὸ ἐνιαύσιον ἐρίφιον, τὸ χρονιάρικο θηλυκὸ ἢ ἀρσενικὸ κατσίκι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης