βέστα (η)
γυναικείο φόρεμα.
Φοριόταν από παλιά απ΄ τις γυναίκες της Χώρας.
Σε προικοσύμφωνο του 1851 (νο 176 Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) συναντάμε: “Αντί δύο βέστες ιταλικές, ένα φόρεμα μεταξωτόν φιορίτων …”.
Στα τελευταία χρόνια οι βέστες ήταν παιδικά φορέματα πολύχρωμα και αλέγρα. Υπήρχε στα “εμπορικά” και ειδικό ύφασμα λεγόμενο βέστα.
Σήμερα αστειολογικά μόνον χρησιμοποιείται η λέξη: “Έβαλα κι εγώ τη βέστα μου …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βέστα /ἡ/ (Ἰ. Ἀλ. βέστα) = ἔνδυμα, ἐσθής, ποδιὰ κορασίδος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης