βένα (η)
- φλέβα. Οι φυσικές γραμμές (κύματα ή νερά) της σανίδας, της πέτρας, του μαρμάρου κλπ.
- φυσική κλίση σε κάτι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βένα /ἡ/ (Ἰ. vena) = φλέψ, ἀρτηρία, φυσικὴ γραμμὴ ἢ ἐγχάραξις ἐπὶ στερεοῦ σώματος, φυσικὴ κλίσις, εὐφυΐα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βένα (ἡ): ἴνα ξύλου, νερά ξύλου, ( ΙΤ. vena).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου