Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βένα (η)

  • φλέβα. Οι φυσικές γραμμές (κύματα ή νερά) της σανίδας, της πέτρας, του μαρμάρου κλπ.
  • φυσική κλίση σε κάτι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βένα /ἡ/ (Ἰ. vena) = φλέψ, ἀρτηρία, φυσικὴ γραμμὴ ἢ ἐγχάραξις ἐπὶ στερεοῦ σώματος, φυσικὴ κλίσις, εὐφυΐα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


βένα (ἡ): ἴνα ξύλου, νερά ξύλου, ( ΙΤ. vena).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.