Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τυφλός (μτφ)

«Γλυκἀ στἀ βλέφαρά μου νοιώθω τὸ χέρι τοῦ τυφλοῦ …” » (σελ. 322, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ).

Ὀ ὕπνος
φράσις: Νοιώθω τὸ χέρι τοῦ τυφλου:  νυστάζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.