Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσιρουφλίζω

  1. καίω ελαφρά τις τρίχες της κεφαλής κάποιου. “Πρόσεχε, γιατί θα με τσουρουφλίσεις”, λέμε τη βραδιά της Ανάστασης
  2. καίω τα απομείναντα μικρά τριχοειδή φτερά των πουλερικών, μετά το μάδημά τους.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσιρουφλίζω (γῦρος, κηρός, Ἰ. giro, cero – φλογίζω) = περικαίω, καψαλίζω ἐπιφανειακῶς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Τσουρουφλίστηκα (στον ήλιο), καψαλίστηκα. Το σχετικό ρήμα τσουρουφλί(υ)ζω, είναι το αρχαίο περιφλύω (και πειφλύζω) που σημαίνει περικαίω (καίω γύρω γύρω).
Οι Ανδριώτης και Μπαμπινιώτης: από το συμφυρμό (ανάμειξη) των ονοματοποιημένων ρημάτων τσουρώνω και τσουφλίζω (μεσαιωνικό). Οι Λάζαρης και Κοντομίχης έχουν τσιρουφλίζω, τσιρούφλι. Η ετυμολογία του πρώτου από τουρκικές και ιταλικές λέξεις ή και την ελληνική κηρός κ.λπ.  φαίνεται απίθανη. Στην Καρυά συνήθως προφέρουμε τσουρουφλίστηκα (όχι τσι).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.