τσιρουφλίζω
- καίω ελαφρά τις τρίχες της κεφαλής κάποιου. “Πρόσεχε, γιατί θα με τσουρουφλίσεις”, λέμε τη βραδιά της Ανάστασης
- καίω τα απομείναντα μικρά τριχοειδή φτερά των πουλερικών, μετά το μάδημά τους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσιρουφλίζω (γῦρος, κηρός, Ἰ. giro, cero – φλογίζω) = περικαίω, καψαλίζω ἐπιφανειακῶς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσουρουφλίστηκα (στον ήλιο), καψαλίστηκα. Το σχετικό ρήμα τσουρουφλί(υ)ζω, είναι το αρχαίο περιφλύω (και πειφλύζω) που σημαίνει περικαίω (καίω γύρω γύρω).
Οι Ανδριώτης και Μπαμπινιώτης: από το συμφυρμό (ανάμειξη) των ονοματοποιημένων ρημάτων τσουρώνω και τσουφλίζω (μεσαιωνικό). Οι Λάζαρης και Κοντομίχης έχουν τσιρουφλίζω, τσιρούφλι. Η ετυμολογία του πρώτου από τουρκικές και ιταλικές λέξεις ή και την ελληνική κηρός κ.λπ. φαίνεται απίθανη. Στην Καρυά συνήθως προφέρουμε τσουρουφλίστηκα (όχι τσι).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης