τσικρικόν(ι) 18 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τσικρικόν(ι) /τὸ/ (σὺν-κερχνάω, κερχνηὶς) = ποικιλία γλάρου, γλαρόνι.