τσίγκα – τσίγκα
Το γέμισε, λέμε, τσίγκα – τσίγκα, μέχρι επάνω, έτοιμο να ξεχειλίσει. Προφανώς εδώ έχουμε το γνωστό επίρρημα τίγκα, που έγινε ιδιωματικά, τουλάχιστον στο χωριό μας, τσίγκα. Τα λευκαδίτικα λεξικά έχουν τίγκα.
Οι Ανδριώτης και Μπαμπινιώτης πιθανολογούν ότι σχετίζεται με το ιταλικό diga, που θα πει επίχωμα. Ο δικός μας Λάζαρης το ετυμολογεί (και μου φαίνεται πιο συγκεκριμένα) από το τέγος (στέγος, στέγη) που σημαίνει, όπως λέει, πλήρης μέχρι στεφάνης, στέγης.
Να σημειωθεί ότι το diga των καθηγητών μας παραπέμπει στο λατινικό tego (στέγω, στεγάζω).