Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσιγίστρα (η)

λέξη συγγενική με το τσιγίσι: οι γυναίκες που τραγουδάνε και χορεύουν κατά τη μεταφορά και τοποθέτηση των προικιών της νύφης στο νέο σπίτι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσιγίστρα (Τ. τσεγκὶ) = ἀοιδός, τραγουδίστρια, χορεύτρια.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.