Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσελίπορδο

Τσελίπορδο /τὸ/ (σιληπορδέω) = τὸ λεπτὸν ἔντερον τῶν ἀμνῶν ἢ ἐριφίων τοῦ γάλακτος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.