τσαπράζι (το)
ασημένια ή επίχρυσα νομίσματα που συνδέονται με αλυσιδίτσες και τα φορούν στο στήθος σε τοπικές ενδυμασίες. Στη λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά δε συνηθίζονταν παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. Τα ΄βαναν όμως οι άντρες στα παραδοσιακά γιλέκα τους, χρησιμοποιώντας μάλιστα νομίσματα με αλυσίδες, αντί άλλων κοσμημάτων.
Σε προικοσ. του 1697, βρίσκομε: “Τσαπρόζια ασημένια αρματωσιά μία” και σε άλλο του 1685: “Τζαπράζια εννέα ζευγάρια”.