τριτάρικα
όταν καποιος έδινε τα χωράφια του για σπάρσιμο για ορισμένο χρόνο που μπορούσε να ανανεωθεί. Τα μίσθωναν με διάφορους τρόπους, όπως μισακά (μισό ο νοικοκύρης, μισό ο σέμπρος) τριτακά (2 μέρη ο νοικοκύρης, 1 ο σέμπρος) ή και αναπεντάρικα (3 μέρη ο μισθωτής και 2 ο νοικοκύρης).
Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη